- λιχνίζω
- λιχνίζω, λίχνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λιχνίζω — αποχωρίζω το άχυρο από το σιτάρι με το λιχνιστήρι, λικμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού λιχνῶ, σχηματισμένος από τον αόρ. ἐλίχνησα, που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
λιχνίζω — λίχνισα, λιχνίστηκα, λιχνισμένος, χωρίζω τον καρπό των δημητριακών από τα άχυρα: Λίχνισα το σιτάρι με τη βοήθεια ενός ειδικού εργάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… … Dictionary of Greek
αίνω — αἵνω (Α) κοσκινίζω, λιχνίζω, ξεχωρίζω την ήρα από το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν η λ. συνδέεται πραγματικά, όπως υποστηρίζουν μερικοί, με το λατ. vannus «λιχνιστήρι» και τα αρχ. γερμ. wintōn και dis winpjan που σημαίνουν επίσης… … Dictionary of Greek
αλίκμητος — (I) η, ο (Α ἀλίκμητος, ον) αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λικμῶ) ( άω) «λιχνίζω»]. (II) ἁλίκμητος, ον (Α) ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κμητὸς < κάμνω… … Dictionary of Greek
αλίχνιστος — η, ο (για σιτηρά και, γενικά, δημητριακά που έχουν θεριστεί) αυτός που δεν λιχνίστηκε, δεν αποχωρίστηκε με λίχνισμα από τα άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λιχνιστός < λιχνίζω] … Dictionary of Greek
ανέω — ἀνέω (Α) 1. αποφλοιώνω, λιχνίζω δημητριακά 2. κοπανίζω στο γουδί, αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ᾱνέω < *α Fαν έω (με προθεματικό α) μετά από σίγηση του F και συναίρεση] … Dictionary of Greek
αναλικμώ — ἀναλικμῶ ( άω) (Α) [λικμῶ] αποχωρίζω τα άχυρα από το σιτάρι με λίχνισμα, λιχνίζω … Dictionary of Greek
ανεμίζω — (Μ ἀνεμίζω) Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα νεοελλ. 1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω 2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι… … Dictionary of Greek
ανικμώ — ἀνικμῶ ( άω) (Α) [ικμώ] λιχνίζω, διυλίζω, φιλτράρω … Dictionary of Greek